Αναζήτησες τη λέξη "βόλτα" στα Ελληνικά
βόλτα βόλτα (η) (Ουσιαστικό) (βόλ-τα, γεν. -ας) | 147.mp3 shëtitje (Emër) (shë-ti-tje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) Shembuj
| 147.mp3 прогулка (Существительное) (про-гул-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |
Αναζήτησες τη λέξη "βόλτα" στα Ελληνικά
βόλτα βόλτα (η) (Ουσιαστικό) (βόλ-τα, γεν. -ας) | 147.mp3 shëtitje (Emër) (shë-ti-tje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) Shembuj
| 147.mp3 прогулка (Существительное) (про-гул-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |