Αναζήτησες τη λέξη "βόλεϊ" στα Ελληνικά βόλεϊ βόλεϊ (το) (Ουσιαστικό)(βό-λε-ϊ)ΠαραδείγματαΧθες η ομάδα βόλεϊ του σχολείου μας βγήκε πρώτη στο σχολικό πρωτάθλημα. Εγώ παίζω βόλεϊ. 146.mp3 volejboll(Emër)(vo-lej-boll)ShembujDje ekipi i volejbollit i shkollës sonë doli i parë në kampionatin shkollor. Unë luaj volejboll. 146.mp3 волейбол(Существительное)(во-лей-бол)ПримерыВчера наша школьная команда по волейболу стала первой в общешкольном чемпионате. Я играю в волейбол. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я