Αναζήτησες τη λέξη "βόδι" στα Ελληνικά
βόδι βόδι (το) (Ουσιαστικό) (βό-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 143.mp3 ka (Emër) (ka, gj. -ut, sh. -të, gj. -eve) | 143.mp3 бык (Существительное) (бык, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |
Αναζήτησες τη λέξη "βόδι" στα Ελληνικά
βόδι βόδι (το) (Ουσιαστικό) (βό-δι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 143.mp3 ka (Emër) (ka, gj. -ut, sh. -të, gj. -eve) | 143.mp3 бык (Существительное) (бык, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |