Αναζήτησες τη λέξη "βυθίζω" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| βυθίζω βυθίζω (Ρήμα) (ενεστ. βυ-θί-ζω, αόρ. βύθισα,  Παραδείγματα | 167.mp3 zhyt (Folje) (e tashme zhyt, e kr. thj v. zhyta,  | 167.mp3   погружать (Глагол) (ενεστ. по-гру-жать, αόρ. погрузил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),  | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!