Αναζήτησες τη λέξη "βρύση" στα Ελληνικά

βρύση βρύση (η)

(Ουσιαστικό)

(βρύ-ση, γεν. -ης,
πληθ. -ες)

166.mp3 krua
audio/mp3/al/other/166b.mp3 çezmë

(Emër/Emër)

(kru-a/çez-më)

166.mp3 кран
audio/mp3/ru/other/166b.mp3 родник

(Существительное)

(род-ник, γεν. -а,
πληθ. -и, γεν. -ов)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я