Αναζήτησες τη λέξη "βρομιά" στα Ελληνικά
βρομιά βρομιά (η) (Ουσιαστικό) (βρο-μιά, γεν. -άς, πληθ. -ές) Παραδείγματα | 163.mp3 pisllëk (Emër) (pis-llëk, gj. -ut, sh. -et, gj. -eve) | 163.mp3 грязь (Существительное) (грязь, γεν. -и, πληθ. -и) Примеры |