Αναζήτησες τη λέξη "βρέφος" στα Ελληνικά
βρέφος βρέφος (το) (Ουσιαστικό) (βρέ-φος, γεν. -ους, πληθ. -η, γεν. -ών) Παραδείγματα | 160.mp3 foshnjë (Emër) (fosh-një, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 160.mp3 младенец (Существительное) (мла-де-нец, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ев) |