Αναζήτησες τη λέξη "βράζω" στα Ελληνικά
βράζω βράζω (Ρήμα) (ενεστ. βρά-ζω, αόρ. έβρασα, Παραδείγματα | 158.mp3 vloj (Folje) (e tashme vloj, e kr. thj v. vlova, Shembuj | 158.mp3 кипеть (Глагол) (ενεστ. ки-петь, αόρ. закипел (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |