Αναζήτησες τη λέξη "βούτυρο" στα Ελληνικά

βούτυρο βούτυρο (το)

(Ουσιαστικό)

(βού-τυ-ρο, γεν. -ου,
πληθ. -α)

155.mp3 gjalpë

(Emër)

(gjal-pë, gj. -it,
sh. -at, gj. -ave)

155.mp3 масло

(Существительное)

(мас-ло, γεν. -а,
πληθ. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я