Αναζήτησες τη λέξη "βούλα" στα Ελληνικά
βούλα βούλα (η) (Ουσιαστικό) (βού-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 152.mp3 vulë (Emër) (vu-lë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 152.mp3 пломба (Существительное) (плом-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) |
Αναζήτησες τη λέξη "βούλα" στα Ελληνικά
βούλα βούλα (η) (Ουσιαστικό) (βού-λα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 152.mp3 vulë (Emër) (vu-lë, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 152.mp3 пломба (Существительное) (плом-ба, γεν. -ы, πληθ. -ы) |