Αναζήτησες τη λέξη "βουνό" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| βουνό βουνό (το) (Ουσιαστικό) (βου-νό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) Παραδείγματα | 154.mp3 mali (Emër) (ma-li, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 154.mp3 гора (Существительное) (го-ра, γεν. -ы, πληθ. -ы) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!