Αναζήτησες τη λέξη "βουνό" στα Ελληνικά βουνό βουνό (το) (Ουσιαστικό)(βου-νό, γεν. -ού,πληθ. -ά, γεν. -ών)ΠαραδείγματαΟ Όλυμπος είναι το ψηλότερο βουνό της Ελλάδας. Είχαμε τύχη βουνό! 154.mp3 mali(Emër)(ma-li, gj. -it,sh. -et, gj. -eve)ShembujOlimpi është mali më i lartë i Greqisë. Mal e kishim fatin! 154.mp3 гора(Существительное)(го-ра, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыОлимп - самая высокая гора Греции. Мы были счастливчиками! Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я