Αναζήτησες τη λέξη "βοηθώ" στα Ελληνικά
βοηθώ βοηθώ (Ρήμα) (ενεστ. βο-η-θώ, αόρ. βοήθησα, | 145.mp3 ndihmoj (Folje) (e tashme ndih-moj, e kr. thj v. ndihmova, | 145.mp3 помогать (Глагол) (ενεστ. по-мо-гать, αόρ. помог (муж.), -ла (жен.), -ло (ср.)) |