Αναζήτησες τη λέξη "βλέμμα" στα Ελληνικά
βλέμμα βλέμμα (το) (Ουσιαστικό) (βλέμ-μα, γεν. -ατος, πληθ. -ατα, γεν. -άτων) | 141.mp3 shikim (Emër) (shi-kim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 141.mp3 взгляд (Существительное) (взгляд, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |