Αναζήτησες τη λέξη "βιταμίνη" στα Ελληνικά
βιταμίνη βιταμίνη (η) (Ουσιαστικό) (βι-τα-μί-νη, γεν. -ης, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 137.mp3 vitaminë (Emër) (vi-ta-mi-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 137.mp3 витамин (Существительное) (ви-та-мин, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |