Αναζήτησες τη λέξη "βιαστικός" στα Ελληνικά
βιαστικός βιαστικός, -ή, -ό (Επίθετο) (βια-στι-κός, γεν. -ού, -ής, -ού, πληθ. -οί, -ές, -ά) Παραδείγματα | 132.mp3 (i,e) nxituar (Mbiemër) ((i,e) nxi-tu-ar, (e,të) -r, -a) | 132.mp3 торопливый, -ая, -ое (Прилагательное) (то-роп-ли-вый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |