Αναζήτησες τη λέξη "βελτιώνω" στα Ελληνικά

βελτιώνω βελτιώνω

(Ρήμα)

(ενεστ. βελ-τι-ώ-νω, αόρ. βελτίωσα,
παθ. αόρ. βελτιώθηκα, παθ. μτχ. βελτιωμένος)

128.mp3 përmirësoj

(Folje)

(e tashme për-mi-rë-soj, e kr. thj v. përmirësova,
e kr. thj. jov. u përmirësova, pjesore përmirësuar)

128.mp3 улучшать

(Глагол)

(ενεστ. у-луч-шать, αόρ. улучшил (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. улучшился (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. улучшенный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я