Αναζήτησες τη λέξη "βελτιώνω" στα Ελληνικά
βελτιώνω βελτιώνω (Ρήμα) (ενεστ. βελ-τι-ώ-νω, αόρ. βελτίωσα, | 128.mp3 përmirësoj (Folje) (e tashme për-mi-rë-soj, e kr. thj v. përmirësova, | 128.mp3 улучшать (Глагол) (ενεστ. у-луч-шать, αόρ. улучшил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |