Αναζήτησες τη λέξη "βεγγαλικό" στα Ελληνικά
βεγγαλικό βεγγαλικό (το) (Ουσιαστικό) (βεγ-γα-λι-κό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 125.mp3 fishekzjarr (Emër) (fi-shek-zjarr, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 125.mp3 фейерверк (Существительное) (фей-ер-верк, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |