Αναζήτησες τη λέξη "βαστώ" στα Ελληνικά
βαστώ βαστώ (Ρήμα) (ενεστ. βα-στώ, αόρ. βάστηξα/βάσταξα, Παραδείγματα | 120.mp3 mbaj (Folje) (e tashme mbaj, e kr. thj v. mbajta, Shembuj | 120.mp3 держать (Глагол) (ενεστ. дер-жать, αόρ. держал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |