Αναζήτησες τη λέξη "βασανίζω" στα Ελληνικά
βασανίζω βασανίζω (Ρήμα) (ενεστ. βα-σα-νί-ζω, αόρ. βασάνισα, | 117.mp3 mundoj (Folje) (e tashme mu-ndoj, e kr. thj v. mundova, | 117.mp3 мучать (Глагол) (ενεστ. му-чать, αόρ. мучал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |