Αναζήτησες τη λέξη "βασανίζω" στα Ελληνικά

βασανίζω βασανίζω

(Ρήμα)

(ενεστ. βα-σα-νί-ζω, αόρ. βασάνισα,
παθ. αόρ. βασανίστηκα, παθ. μτχ. βασανισμένος)

117.mp3 mundoj

(Folje)

(e tashme mu-ndoj, e kr. thj v. mundova,
e kr. thj. jov. u mundova, pjesore munduar)

117.mp3 мучать

(Глагол)

(ενεστ. му-чать, αόρ. мучал (муж.), -а (жен.), -о (ср.),
παθ. αόρ. мучался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.), παθ. μτχ. замученный)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я