Αναζήτησες τη λέξη "βαρέλι" στα Ελληνικά
βαρέλι βαρέλι (το) (Ουσιαστικό) (βα-ρέ-λι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) Παραδείγματα | 113.mp3 fuçi (Emër) (fu-çi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 113.mp3 бочка (Существительное) (боч-ка, γεν. -и, πληθ. -и) |