Αναζήτησες τη λέξη "βανίλια" στα Ελληνικά

βανίλια βανίλια (η)

(Ουσιαστικό)

(βα-νί-λια, γεν. -ας)

112.mp3 vanilje

(Emër)

(va-ni-lje, gj. -es,
sh. -et, gj. -eve)

112.mp3 ваниль
audio/mp3/ru/other/112b.mp3 ванильная слива

(Существительное)

(ва-ниль, γεν. -и)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я