Αναζήτησες τη λέξη "βαμβάκι" στα Ελληνικά

βαμβάκι βαμβάκι (το)

(Ουσιαστικό)

(βαμ-βά-κι, γεν. -ιού)

111.mp3 pambuk

(Emër)

(pa-mbuk, gj. -ut)

111.mp3 хлопок
audio/mp3/ru/other/111b.mp3 вата

(Существительное)

(хло-пок, γεν. -а)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я