Αναζήτησες τη λέξη "βαμβάκι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| βαμβάκι βαμβάκι (το) (Ουσιαστικό) (βαμ-βά-κι, γεν. -ιού) Παραδείγματα | 111.mp3 pambuk (Emër) (pa-mbuk, gj. -ut) Shembuj | 111.mp3   хлопок (Существительное) (хло-пок, γεν. -а) Примеры | 
Αναζήτησες τη λέξη "βαμβάκι" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| βαμβάκι βαμβάκι (το) (Ουσιαστικό) (βαμ-βά-κι, γεν. -ιού) Παραδείγματα | 111.mp3 pambuk (Emër) (pa-mbuk, gj. -ut) Shembuj | 111.mp3   хлопок (Существительное) (хло-пок, γεν. -а) Примеры |