Αναζήτησες τη λέξη "βαλίτσα" στα Ελληνικά
βαλίτσα βαλίτσα (η) (Ουσιαστικό) (βα-λί-τσα, γεν. -ας, πληθ. -ες) Παραδείγματα | 109.mp3 valixhe (Emër) (va-li-xhe, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 109.mp3 чемодан (Существительное) (че-мо-дан, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |