Αναζήτησες τη λέξη "βαθμός" στα Ελληνικά

βαθμός βαθμός (ο)

(Ουσιαστικό)

(βαθ-μός, γεν. -ού,
πληθ. -οί, γεν. -ών)

107.mp3 notë
audio/mp3/al/other/107b.mp3 gradë

(Emër/Emër)

(no-të/gra-dë)

107.mp3 оценка
audio/mp3/ru/other/107b.mp3 звание

(Существительное)

(о-цен-ка, γεν. -и,
πληθ. -и, γεν. -ок)

Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!

Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh

Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я