Αναζήτησες τη λέξη "βαγόνι" στα Ελληνικά
βαγόνι βαγόνι (το) (Ουσιαστικό) (βα-γό-νι, γεν. -ιού, πληθ. -ια, γεν. -ιών) | 104.mp3 vagon (Emër) (va-gon, gj. -it, sh. -at, gj. -ave) | 104.mp3 вагон (Существительное) (ва-гон, γεν. -а, πληθ. -ы, γεν. -ов) |