Αναζήτησες τη λέξη "βίζα" στα Ελληνικά βίζα βίζα (η) (Ουσιαστικό)(βί-ζα, γεν. -ας)ΠαραδείγματαΓια να πας σε κάποιες ξένες χώρες, πρέπει να βγάλεις βίζα. 135.mp3 vizë(Emër)(vi-zë, gj. -ës,sh. -at, gj. -ave)ShembujPër të shkuar në disa vende të huaja, duhet të nxjerrësh vizë. 135.mp3 виза(Существительное)(ви-за, γεν. -ы,πληθ. -ы)ПримерыДля поездки в некоторые иностранные государства нужно получить визу. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я