Αναζήτησες τη λέξη "βήχας" στα Ελληνικά βήχας βήχας (ο) (Ουσιαστικό)(βή-χας, γεν. -α)ΠαραδείγματαΠονάει ο λαιμός μου και έχω δυνατό βήχα. Πίνει σιρόπι για τον βήχα. Ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται. 131.mp3 kollë(Emër)(ko-llë, gj. -ës)ShembujMë dhemb fyti im dhe kam kollë të fortë. Pi shurup për kollë. Kolla dhe dashuria nuk fshihen. 131.mp3 кашель(Существительное)(ка-шель, γεν. -я)ПримерыУ меня болит горло и сильный кашель. Он пьёт сироп от кашля. Кашель и любовь нельзя скрыть. Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!Ελληνικά: Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Αλβανικά: A B C Ç D Dh E Ë F G Gj H I J K L Ll M N Nj O P Q R Rr S Sh T Th U V X Xh Y Z Zh Ρωσικά: А Б В Г Д Е Ё Ж З И Й К Л М Н О П Р С Т У Ф Х Ц Ч Ш Щ Ъ Ы Ь Э Ю Я