Αναζήτησες τη λέξη "βάφω" στα Ελληνικά
βάφω βάφω (Ρήμα) (ενεστ. βά-φω, αόρ. έβαψα, Παραδείγματα | 121.mp3 lyej (Folje) (e tashme ly-ej, e kr. thj v. leva, | 121.mp3 красить (Глагол) (ενεστ. кра-сить, αόρ. покрасил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "βάφω" στα Ελληνικά
βάφω βάφω (Ρήμα) (ενεστ. βά-φω, αόρ. έβαψα, Παραδείγματα | 121.mp3 lyej (Folje) (e tashme ly-ej, e kr. thj v. leva, | 121.mp3 красить (Глагол) (ενεστ. кра-сить, αόρ. покрасил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |