Αναζήτησες τη λέξη "βάλτος" στα Ελληνικά
βάλτος βάλτος (ο) (Ουσιαστικό) (βάλ-τος, γεν. -ου, πληθ. -οι, γεν. -ων) Παραδείγματα | 110.mp3 kënetë (Emër) (kë-ne-të, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) Shembuj | 110.mp3 болото (Существительное) (бо-ло-то, γεν. -а, πληθ. -а) Примеры |