Αναζήτησες τη λέξη "βάζω" στα Ελληνικά
βάζω βάζω (Ρήμα) (ενεστ. βά-ζω, αόρ. έβαλα, | 106.mp3 vë (Folje) (e tashme vë, e kr. thj v. vura, | 106.mp3 ставить (Глагол) (ενεστ. ста-вить, αόρ. поставил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |
Αναζήτησες τη λέξη "βάζω" στα Ελληνικά
βάζω βάζω (Ρήμα) (ενεστ. βά-ζω, αόρ. έβαλα, | 106.mp3 vë (Folje) (e tashme vë, e kr. thj v. vura, | 106.mp3 ставить (Глагол) (ενεστ. ста-вить, αόρ. поставил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |