Αναζήτησες τη λέξη "αυτοκίνητο" στα Ελληνικά
αυτοκίνητο αυτοκίνητο (το) (Ουσιαστικό) (αυ-το-κί-νη-το, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 101.mp3 makinë (Emër) (ma-ki-në, gj. -ës, sh. -at, gj. -ave) | 101.mp3 автомобиль (Существительное) (ав-то-мо-биль, γεν. -я, πληθ. -и, γεν. -ей) |