Αναζήτησες τη λέξη "ασφάλεια" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ασφάλεια ασφάλεια (η) (Ουσιαστικό) (α-σφά-λει-α, γεν. -ας) | 95.mp3   siguri (Emër/Emër) (si-gu-ri/si-gu-ra-ci-on) | 95.mp3   безопасность (Существительное) (бе-зо-пас-ность, γεν. -и) | 
Αναζήτησες τη λέξη "ασφάλεια" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| ασφάλεια ασφάλεια (η) (Ουσιαστικό) (α-σφά-λει-α, γεν. -ας) | 95.mp3   siguri (Emër/Emër) (si-gu-ri/si-gu-ra-ci-on) | 95.mp3   безопасность (Существительное) (бе-зо-пас-ность, γεν. -и) |