Αναζήτησες τη λέξη "αρρώστια" στα Ελληνικά
αρρώστια αρρώστια (η) (Ουσιαστικό) (αρ-ρώ-στια, γεν. -ας, πληθ. -ες) | 89.mp3 sëmundje (Emër) (së-mu-ndje, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 89.mp3 болезнь (Существительное) (бо-лезнь, γεν. -и, πληθ. -и, γεν. -ей) |