Αναζήτησες τη λέξη "απορία" στα Ελληνικά
απορία απορία (η) (Ουσιαστικό) (α-πο-ρί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 87.mp3 habi (Emër) (ha-bi, gj. -së, sh. -të, gj. -ive) | 87.mp3 недоумение (Существительное) (не-до-у-ме-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |