Αναζήτησες τη λέξη "ανθοπωλείο" στα Ελληνικά
ανθοπωλείο ανθοπωλείο (το) (Ουσιαστικό) (αν-θο-πω-λεί-ο, γεν. -ου, πληθ. -α, γεν. -ων) | 83.mp3 dyqan lulesh (Emër/Emër) (dy-qan lu-lesh) | 83.mp3 цветочный магазин (Существительное) (цве-точ-ный ма-га-зин) |