Αναζήτησες τη λέξη "ανεξάρτητος" στα Ελληνικά
ανεξάρτητος ανεξάρτητος, -η, -ο (Επίθετο) (α-νε-ξάρ-τη-τος, γεν. -ου, -ης, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 77.mp3 (i,e) pavarur (Mbiemër) ((i,e) pa-va-rur, (e,të) -r, -a) | 77.mp3 независимый, -ая, -ое (Прилагательное) (не-за-ви-си-мый, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |