Αναζήτησες τη λέξη "αναψυκτικό" στα Ελληνικά
αναψυκτικό αναψυκτικό (το) (Ουσιαστικό) (α-να-ψυ-κτι-κό, γεν. -ού, πληθ. -ά, γεν. -ών) | 74.mp3 pije freskuese (Emër/Mbiemër) (pi-je fre-sku-e-se) | 74.mp3 прохладительный напиток (Существительное) (про-хла-ди-тель-ный на-пи-ток) |