Αναζήτησες τη λέξη "ανατριχιάζω" στα Ελληνικά
ανατριχιάζω ανατριχιάζω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-τρι-χιά-ζω, αόρ. ανατρίχιασα) Παραδείγματα | 72.mp3 rrëqethem (Folje) (e tashme rrë-qe-them | 72.mp3 содрогаться (Глагол) (ενεστ. со-дро-гать-ся, αόρ. содрогнулся (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) Примеры |