Αναζήτησες τη λέξη "αναπνέω" στα Ελληνικά
αναπνέω αναπνέω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-πνέ-ω, αόρ. ανέπνευσα) Παραδείγματα | 67.mp3 marr frymë (Folje/Emër) (marr fry-më/thith) | 67.mp3 дышать (Глагол) (ενεστ. ды-шать, αόρ. вздохнул (муж.), -а (жен.), -о (ср.)) |