Αναζήτησες τη λέξη "αναλαμβάνω" στα Ελληνικά
αναλαμβάνω αναλαμβάνω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-λαμ-βά-νω, αόρ. ανέλαβα, | 65.mp3 ndërmarr (Folje) (e tashme ndër-marr, e kr. thj v. ndërmora, | 65.mp3 взять на себя (Глагол) (ενεστ. взять на се-бя, αόρ. взял на себя (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |