Αναζήτησες τη λέξη "ανακούφιση" στα Ελληνικά
ανακούφιση ανακούφιση (η) (Ουσιαστικό) (α-να-κού-φι-ση, γεν. -ης) | 64.mp3 lehtësim (Emër) (leh-të-sim, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 64.mp3 облегчение (Существительное) (об-лег-че-ни-е, γεν. -я, πληθ. -я, γεν. -й) |