Αναζήτησες τη λέξη "ανακατεύω" στα Ελληνικά
ανακατεύω ανακατεύω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-κα-τεύ-ω, αόρ. ανακάτεψα, | 62.mp3 përziej (Folje) (e tashme për-zi-ej/nga-të-rroj, e kr. thj v. përzjeva, | 62.mp3 смешивать (Глагол) (ενεστ. сме-ши-вать, αόρ. смешал (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |