Αναζήτησες τη λέξη "ανακαλύπτω" στα Ελληνικά
ανακαλύπτω ανακαλύπτω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-κα-λύ-πτω, αόρ. ανακάλυψα, | 61.mp3 zbuloj (Folje) (e tashme zbul-oj, e kr. thj v. zbulova, | 61.mp3 обнаружить (Глагол) (ενεστ. об-на-ру-жить, αόρ. обнаружил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |