Αναζήτησες τη λέξη "αναισθησία" στα Ελληνικά
|   |   |   | 
|---|---|---|
| αναισθησία αναισθησία (η) (Ουσιαστικό) (α-ναι-σθη-σί-α, γεν. -ας) Παραδείγματα | 60.mp3 pandjeshmëri (Emër) (pa-ndje-shmë-ri, gj. -së, sh. -itë, gj. -ive) | 60.mp3   бесчувственность (Существительное) (бес-чув-ствен-ность, γεν. -и) | 

 Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!
Μπορείς να ψάξεις λέξεις με βάση το αρχικό τους γράμμα!