Αναζήτησες τη λέξη "αναγκάζω" στα Ελληνικά
αναγκάζω αναγκάζω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-γκά-ζω, αόρ. ανάγκασα, | 54.mp3 detyroj (Folje) (e tashme de-ty-roj, e kr. thj v. detyrova, | 54.mp3 заставлять (Глагол) (ενεστ. за-став-лять, αόρ. заставил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |