Αναζήτησες τη λέξη "αναβάλλω" στα Ελληνικά
αναβάλλω αναβάλλω (Ρήμα) (ενεστ. α-να-βάλ-λω, αόρ. ανέβαλα, | 53.mp3 anulloj (Folje) (e tashme a-nu-lloj, e kr. thj v. anullova, | 53.mp3 откладывать (Глагол) (ενεστ. от-кла-ды-вать, αόρ. отложил (муж.), -а (жен.), -о (ср.), |