Αναζήτησες τη λέξη "αμφιβάλλω" στα Ελληνικά
αμφιβάλλω αμφιβάλλω (Ρήμα) (ενεστ. αμ-φι-βάλ-λω, αόρ. αμφέβαλα) | 52.mp3 dyshoj (Folje) (e tashme dy-shoj, e kr. thj v. dyshova, | 52.mp3 сомневаться (Глагол) (ενεστ. сом-не-вать-ся, αόρ. сомневался (муж.), -ась (жен.), -ось (ср.)) |