Αναζήτησες τη λέξη "αμυγδαλιά" στα Ελληνικά
αμυγδαλιά αμυγδαλιά (η) (Ουσιαστικό) (α-μυ-γδα-λιά, γεν. -ιάς, πληθ. -ιές) | 51.mp3 bajame (Emër) (ba-ja-me, gj. -es, sh. -et, gj. -eve) | 51.mp3 миндальное дерево (Существительное) (мин-даль-но-е де-ре-во) |