Αναζήτησες τη λέξη "αμοιβαίος" στα Ελληνικά
αμοιβαίος αμοιβαίος, -α, -ο (Επίθετο) (α-μοι-βαί-ος, γεν. -ου, -ας, -ου, πληθ. -οι, -ες, -α) | 49.mp3 reciprok, -e (Mbiemër) (re-ci-prok, -ë, -e) | 49.mp3 взаимный, -ая, -ое (Прилагательное) (вза-им-ный, γεν. -ого, -ой, -ого, πληθ. -ые, -ые, -ые) |