Αναζήτησες τη λέξη "αμαρτία" στα Ελληνικά
![]() ![]() |
![]() ![]() |
![]() ![]() |
---|---|---|
αμαρτία αμαρτία (η) (Ουσιαστικό) (α-μαρ-τί-α, γεν. -ας, πληθ. -ες, γεν. -ών) | 47.mp3 mëkat (Emër) (më-kat, gj. -it, sh. -et, gj. -eve) | 47.mp3 грех (Существительное) (грех, γεν. -а, πληθ. -и, γεν. -ов) |